αμφίσφαιρο(ν)

αμφίσφαιρο(ν)
το спорт, штанга

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αμφίσφαιρο(ν)" в других словарях:

  • αμφίσφαιρος — η, ο [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σφαίρες στα άκρα του 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμφίσφαιρο μεγάλος αλτήρας που υψώνεται και με τα δύο χέρια για άσκηση τών μυών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι * + σφαιρος < σφαίρα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»